καλαμώδη

καλαμώδη
καλαμώδης
rushy
neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)
καλαμώδης
rushy
masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic)
καλαμώδης
rushy
masc/fem acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • καλαμώδης — ες (AM καλαμώδης, ες) (για τόπους) κατάφυτος με καλάμια νεοελλ. 1. όμοιος με καλάμι, καλαμοειδής 2. φρ. «καλαμώδη φυτά» τα φυτά που έχουν ξυλώδη και με γόνατα (κόμπους) βλαστό, ο οποίος μοιάζει με στέλεχος τού καλαμιού, όπως τα σιτηρά κ.ά.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”